• ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • Facebook
  • Facebook
  • Twitter
  • You Tube
Φωτεινή Καλιακάτσου-Χηνιάδη

Επανειλλημένες Αποτυχημένες Προσπάθειες Εξωσωματικής


Η πιθανότητα επιτυχίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι περίπου 45-50% για γυναίκες ηλικίας μέχρι 35 ετών. Σε 3 προσπάθειες το αναμενόμενο ποσοστό γυναικών που θα μείνουν έγκυες φτάνει το 70%. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό ζευγαριών αποτυγχάνει, ακόμα και αν έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις να πετύχει εύκολα εγκυμοσύνη με εξωσωματτική γονιμοποίηση.


Οι περιπτώσεις αυτές της ανεξήγητης υπογονιμότητας αποτελούν σπαζοκεφαλιά για το γιατρό και επηρεάζουν σημαντικά την ψυχολογία του ζευγαριού, για αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολλή προσοχή. Δεν θα πρέπει δηλαδή να καταφεύγουμε σε αμφιλεγόμενες θεραπείες, ούτε όμως και να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια για τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού και να μην εξαντλούμε τις τεκμηριωμένες επιστημονικές λύσεις που διαθέτουμε.


Οι δυνατότητες που έχει ο ειδικός στην εξωσωματική γονιμοποίηση γυναικολόγος για να διερευνήσει τους λόγους της αποτυχίας είναι αρκετές και έχουν να κάνουν με το αρχικό πρόβλημα υπογονιμότητας.


· Πραγματοποιούμε εκτεταμένο ορμονικό έλεγχο. Μικρές αλλαγές στη λειτουργία του θυρεοειδή μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της εξωσωματικής.


· Ζητάμε έλεγχο θρομβοφιλίας για τη γυναίκα. Χωρίς να έχει αποδειχθεί απόλυτα, η θρομβοφιλία μπορεί να παίζει ρόλο στην εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα. Ο έλεγχος θρομβοφιλίας γίνεται για να δούμε μήπως η μέλλουσα μητέρα έχει πρόβλημα στην πήξη του αίματος και χρειάζεται θεραπεία με αντιπηκτικά πριν ακόμα και από την προσπάθεια της εξωσωματικής.


· Κάνουμε υπερηχογραφική υδροσονογραφία στο ιατρείο ή ακόμα καλύτερα υστεροσκόπηση στην κλινική. Η υστεροσκόπηση γίνεται συχνότερα μετά από 2 αποτυχημένες προσπάθειες για τη διάγνωση ανωμαλιών της μήτρας που δεν είναι εμφανείς με το υπερηχογράφημα ή τη σαλπιγγογραφία.


· Ζητάμε και από τους δύο γονείς να κάνουν έλεγχο του καρυότυπου του αίματός τους για διάγνωση χρωμοσωμικών ανωμαλιών που πιθανώς διαφεύγουν. Ο καρυότυπος γίνεται για τη διάγνωση πιθανών προβλημάτων στα χρωμοσώματα των γονέων (μεταθέσεις, αποσπάσεις του DNA) τα οποία δημιουργούν αξεπέραστα προβλήματα στους γαμέτες, δηλαδή στα ωάρια ή τα σπερματοζωάρια.


· Γίνεται έλεγχος απόπτωσης DNA στο σπέρμα (DNA fragmentation) ειδικά σε περιπτώσεις χαμηλής ποιότητας σπέρματος. Αυτό μας οδηγεί στην χρήση σπέρματος δότη εάν το σπέρμα του φυσικού πατέρα εμφανίζει πολλές βλάβες.


· Κάνουμε προεμφυτευτικό γενετικό έλεγχο (PGS) για χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο έμβρυο. Στο PGS οδηγούμαστε για να δούμε εάν χρειάζεται να καταφύγουμε σε δότρια ωαρίων, κυρίως σε περιπτώσεις όπου η γυναίκα είναι μεγάλης αναπαραγωγικής ηλικίας ή χαμηλής ωοθηκικής ανταπόκρισης σε διέγερσή της (low responder).


· Εάν μια γυναίκα ανήκει στην παραπάνω κατηγορία, της χαμηλής δηλαδή ανταπόκρισης σε φάρμακα για τη διέγερση των ωοθηκών, μπορούμε να κάνουμε αλλαγή πρωτοκόλλου θεραπείας.


· Αν έχουμε ήδη αποτύχει με αλλαγή πρωτοκόλλου τότε προτείνουμε τον τροποποιημένο φυσικό κύκλο. Στη θεραπεία αυτή χορηγούμε μια μικρή δόση γοναδοτροπίνης προκειμένου να ελέγχουμε την ανάπτυξη του φυσικού ωαρίου της γυναίκας. Πραγματοποιούμε ωοληψία και εάν πάρουμε ωάριο το γονιμοποιούμε και το καταψύχουμε χωρίς να κάνουμε εμβρυομεταφορά. Επαναλαμβάνουμε τη θεραπεία μέχρι να συλλέξουμε 3 καλά εμβρυα και πραγματοποιούμε μόνο μια εμβρυομεταφορά με τα έμβρυα αυτά που έχουμε συλλέξει και καταψύξει.


Η μέθοδος αυτή του φυσικού κύκλου έχει μεγαλύτερο κόστος και διάρκεια από μία κανονική εξωσωματική και μπορεί να είναι ψυχοφθόρα. Πολύ συχνά όμως αποτελεί μια απάντηση με ικανοποιητικά αποτελέσματα για τις γυναίκες εκείνες που προσπαθούν και παίρνουν φάρμακα χωρία να έχουν ικανοποιητική ωοθηκική ανταπόκριση.


Εξυπακούεται ότι οι διερευνήσεις αυτές μπορούν να προταθούν και νωρίτερα κατά τη διάρκεια της θεραπείας υπογονιμότητας εάν ο ειδικός γυναικολόγος το κρίνει απαραίτητο, καθώς επίσης και ότι πολλές φορές πραγματοποιούμε μέρος ή και όλες αυτές τις εξετάσεις χωρίς απαραίτητα να βρούμε κάποιο πρόβλημα.